ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΟΤΟΠΙΑ




Για μικρά tips που θα κάνουν τη συγγραφική ζωή σας ευκολότερη,
Στην κατηγορία λέξεις για τις λέξεις, συγγραφείς μιλούν για τη συγγραφή.
μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων, ποίηση και
αποσπάσματα βιβλίων, παλιών, νέων, αγαπημένων.
Στην κατηγορία λογοτεχνικά είδη,
θα βρείτε κείμενα της θεωρίας της λογοτεχνίας
και επιστημονικές εργασίες.

27 Απρ 2017

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ Ο Χειμώνας της Άντυ, Ιωάννα Αμπατζή

Προδημοσίευση από την ποιητική συλλογή "Ψυχ-ώσεις σε Μπλε Μαρέν", εκδ. Μολύβι
  


Ο χειμώνας της Άντυ

Δεν είχε δόντια. Ούτε κι ο φίλος της.
Και φλέβες δεν τους είχαν μείνει.
Πιασμένοι χέρι χέρι, κατρακυλούσαν
τις κυλιόμενες σκάλες του παλιού εμπορικού,
ζαλισμένοι απ’ τα μεγάλα φώτα,
και μια μουσική
που δεν ήτανε της αρεσκείας τους.
«Φύγετε από δω!» είπε ο σεκιουριτάς,
«Χοντρομαλάκα» είπε εκείνη,
«Πάμε να φτιαχτούμε, Άντυ, άσ’τον, γάμα τον»
είπε ο φίλος της.
Στη γωνιά του πάρκινγκ ,
πίσω απ’ τον σπασμένο τοίχο,
ακουμπισμένοι δίπλα δίπλα,
πιασμένοι χέρι χέρι,
ακολουθούσαν την τελετουργία της φωτιάς ·
να ζεστάνουν τα κόκαλα και τα κουτάλια τους,
να τρυπήσουνε ο ένας τον άλλον
κάτω απ’ τη γλώσσα,
να ταξιδέψουνε πριν βγάλουν τη χαρμάνα.
Μα, κρυώνει η Άντυ,
χειμώνας μπήκε μέσα της,
χαίρεται η Άντυ την παγωνιά,
βασίλισσα των πάγων,
οι κόρες των ματιών της
μικραίνουν και μικραίνουν,
ώσπου χάνονται,
μια κουκκίδα μπλε τα μάτια της,
ασορτί με το γκράφιτι του σπασμένου τοίχου.
Δίπλα της, ο Γιώργης, καβαλάει δράκους,
πετάει, χαχανίζει,
τρέχουν τα σάλια του φαφούτικα,
πάνω στο χειμωνιάτικο στήθος της Άντυ,
νομίζει τις σειρήνες για τραγούδι,
κι ούτε κατάλαβε
πότε την πήραν από δίπλα του.

Ιωάννα Αμπατζή, 2017

26 Απρ 2017

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΩΝ Το άρωμα, Πάτρικ Ζίσκιντ


-Οι μυρωδιές κλείνουν μέσα τους μια πειθώ, που είναι δυνατότερη απ΄ τα λόγια, απ΄ τα αισθήματα και τη θέληση, ακόμα κι απ΄ αυτό που βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας. Κανείς δεν μπορεί ν΄ αντισταθεί στην πειθώ της μυρωδιάς, εισχωρεί μέσα μας όπως ο αέρας στα πνευμόνια, μας κατακυριεύει, χωρίς να μπορούμε ν΄ αντιδράσουμε.

-…Έφερε τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού στη μύτη κι ανάσανε βαθιά. Το μόνο που ένιωσε ήταν ο υγρός ανοιξιάτικος αέρας, φορτωμένος με το άρωμα της ανεμώνας. Τα δάχτυλά του δεν μύριζαν τίποτα. Γύρισε το χέρι του ανάποδα και μύρισε τη χούφτα του. Ένιωσε τη ζεστασιά της, αλλά δεν μύρισε τίποτα. Ανασήκωσε το σκισμένο μανίκι του πουκαμίσου του κι έχωσε τη μύτη του στο μέρος του αγκώνα. Ήξερε ότι σ΄ αυτό το σημείο όλοι οι άνθρωποι μυρίζουν με τη δική τους μυρωδιά. Εκείνος όμως δεν μύριζε τίποτα. Δε μύριζε ούτε καν στις μασχάλες, στα πόδια ή στα γεννητικά του όργανα. Ήταν γελοίο: αυτός, ο Γκρενουίγ, που μπορούσε να διακρίνει από μίλια μακριά τη μυρωδιά των άλλων ανθρώπων, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη μυρωδιά του εαυτού του!

-Αυτός, ο Ζαν-Μπατίστ Γκρενουίγ, γεννημένος χωρίς μυρωδιά στο πιο βρώμικο μέρος του κόσμου, γεννημένος μέσα στα σκουπίδια, τις κοπριές και τη σαπίλα, μεγαλωμένος χωρίς αγάπη, ζώντας χωρίς ζεστή ανθρώπινη ψυχή, αλλά αποκλειστικά και μόνο από πείσμα κι απ΄ τη δύναμη της αηδίας, κοντός, καμπούρης, κουτσός, άσχημος, ένα τέρας μέσα κι έξω –αυτός είχε καταφέρει να κερδίσει την αγάπη όλου του κόσμου. Κι όχι μόνο την αγάπη! Τη λατρεία! Τον έρωτα! Είχε κατορθώσει τον άθλο του Προμηθέα. Είχε αποκτήσει με δικές του δυνάμεις τη θεϊκή σπίθα, που οι άλλοι άνθρωποι έχουν από γεννησιμιού τους και που μόνο εκείνος είχε στερηθεί. Κι ακόμα παραπάνω! Την είχε δημιουργήσει ολομόναχος. Ήταν ακόμα πιο μεγάλος απ΄ τον Προμηθέα. Είχε φτιάξει μια μυρωδιά, τόσο αστραφτερή και τόσο γλυκιά, που κανείς άλλος δεν είχε πριν απ΄ αυτόν. Και δε τη χρωστούσε σε κανένα –ούτε σε πατέρα, ούτε σε μητέρα, ούτε στο Θεό, μόνο στον εαυτό του.

- Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπεί η εκτέλεση ενός από τους απεχθέστερους εγκληματίες του καιρού εκείνου στο μεγαλύτερο βακχικό όργιο που είδε ο κόσμος από τον δεύτερο αιώνα προ Χριστού και μετά: γυναίκες αυστηρής ηθικής έσκιζαν τις μπλούζες τους και ξεγύμνωναν τα στήθη τους με υστερικές κραυγές και ρίχνονταν στο χώμα ανασηκώνοντας τις φούστες τους. Οι άντρες μπέρδευαν τα βήματά τους στη θάλασσα της γυμνής ερεθισμένης σάρκας, γδύνονταν με τρεμάμενα χέρια κι έπεφταν όπου έβρισκαν λαχανιάζοντας. Γέροι ζευγάρωναν με παρθένες κι οι άκληροι με τις κυρίες, οι μαθητευόμενοι με τις καλόγριες, οι Ιησουίτες με τις γυναίκες των Φραμασόνων, όλοι με όλους. Ο αέρας είχε βαρύνει απ’ τη γλυκιά μυρωδιά του ιδρώτα και του έρωτα. Ο τόπος είχε γεμίσει φωνές κι αναστεναγμούς και βογκητά δέκα χιλιάδων ανθρώπινων ζωών.

ΠΗΓΕΣ: http://iliaxtides.blogspot.gr/2012/02/blog-post_22.html
https://www.facebook.com/politakis.alexandros?hc_ref=NEWSFEED&fref=nf

19 Απρ 2017

Ο ποταμός, Octavio Paz







Η πολιτεία ξάγρυπνη τρέχει στο αίμα μου, κυκλοφορεί σα μέλισσα.
Και το αεροπλάνο που χαράσσει έναν λυγμό σαν σίγμα λατινικό κεφαλαίο,
τα τραμ που γκρεμίζονται σε κάτι προκεχωρημένες γωνίες,
το δέντρο τούτο το κατάφορτο με ύβρεις, που το ταρακουνάνε στην πλατεία,
όταν χτυπάει μεσάνυχτα,
οι θόρυβοι που σηκώνονται και εκρήγνυνται, αλλά κι εκείνοι οι άλλοι που
γλιστρούν και ψιθυρίζουνε στ’ αφτί κάποιο ερεθιστικό μυστικό τους,
όλα τούτα ανοίγουν το σκότος, βάραθρα των άλφα και των όμικρων, σήραγγες
φωνηέντων σιωπηλών,
στοές που διατρέχω με τα μάτια δεμένα, αποκοιμισμένη η αλφάβητος εκβάλλει
στα φρέατα σαν άλλος ποταμός μελάνης,
και η πολιτεία πάει κι έρχεται, και το λίθινο κορμί της γίνεται κομμάτια
και θρύψαλα, σαν φτάνει στους κροτάφους μου,
όλη τη νύχτα, το κάθε κομμάτι, ένα-ένα, άγαλμα το άγαλμα, πηγή την πηγή
και πέτρα την πέτρα, όλη τη νύχτα,
τα κομμάτια της γυρεύουνε στο μέτωπό μου τό ’να τ’ άλλο, όλη τη νύχτα η
πολιτεία, ενώ κοιμάται, μιλάει με το στόμα μου,
και είναι λόγος ακατάληπτος και λοίσθιος, ψέλλισμα νερών και πέτρα που
πολεμάει, η ιστορία της είναι.
Να σταματήσει μια στιγμή, να σταματήσει το αίμα μου, να το κάνει να
σταθεί, να σταθεί που πηγαινοέρχεται, που όλο πηγαινοέρχεται και
τίποτα δεν λέει,
ενώ κάθεται πάνω μου, και πάνω μου καθισμένο σαν γιόγκι στον ίσκιο της
συκιάς, σα Βούδας στου ποταμού την όχθη, ω, ναι, να σταματήσει μια
στιγμή,
μία μόνο στιγμή να σταματήσει, και, καθισμένο στου χρόνου την όχθη, την
εικόνα να μου σβήσει του ποταμού που, ενώ ομιλεί κοιμώμενος, δεν λέει
τίποτα και όλο με σέρνει και με τραβάει μαζί του,
καθισμένο στην όχθη να σταματήσει τη ροή του ποταμού, ν’ ανοίξει τη στιγμή,
να διαπεράσει τις αίθουσές της τις έκθαμβες και να φτάσει στων υδάτων
το κέντρο,
να πιεί στην πηγή την ακένωτη, να γίνει γαλάζιων συλλαβών καταρράχτης που
γκρεμίζεται από πάνω από πέτρινα χείλη,
καθισμένο στην όχθη της νύχτας σα Βούδας που κάθεται στου ίδιου του εαυτού
του την όχθη, το άνοιξε-κλείσε όντας της στιγμής,
η πυρκαγιά και ο όλεθρος και η γέννηση της στιγμής και η ανάσα της νύχτας
που φτεροκοπάει τεράστια, καθώς χιμάει προς την όχθη του χρόνου,
να πει ό,τι λέει και ο ποταμός, λόγος μέγας γόνιμος πανόμοιος με χείλη,
λόγος μέγας γόνιμος που ουδέποτε κενούται,
να πει ό,τι λέει και ο χρόνος με φράσεις λίθινες σκληρές, με νεύματα
αχανή θαλάσσης που κόσμους υπερκατακλύζει πάντοτε, κόσμους και
κόσμους.
Πάντα στα μισά του ποιήματος κατακυριεύομαι από απελπισία μεγάλη, τα πάντα
μ’ εγκαταλείπουνε μόνον μου,
κανείς δεν είναι στο πλευρό μου, ούτε καν τα μάτια εκείνα που από πίσω απ’
την πλάτη μου βλέπουν εκείνα που γράφω,
και ούτε πίσω υπάρχει ούτε εμπρός, η γραφίδα εξεγείρεται, δεν υπάρχει αρχή
και τέλος, ούτε καν ένας τοίχος τουλάχιστον για να πηδήξω,
σπιανάδα παντέρμη είναι το ποίημα, τα λεκτά δεν είναι λεκτά και τα μη λεκτά
είναι άλεκτα,
πύργοι, δώματα ερειπωμένα, βαβυλωνίες, θάλασσα με αλάτι μαύρο, βασίλειο
τυφλό,
όχι,
να σταματήσω, να σωπάσω, να κλείσω τα μάτια μέχρι να βγει ν’ αναπηδήσει από
μέσ’ απ’ τα μάτια μου ένα στάχυ, ένα σιντριβάνι ήλιοι
και η αλφάβητος να κυματίσει διάπλατη κάτω απ’ τον άνεμο του ονείρου, και
η παλίρροια να φουσκώσει, να γίνει κύμα, και το κύμα να σπάσει το φράγμα,
να περιμένω ίσαμε να σκεπαστεί με αστέρια το χαρτί και δάσος να γίνει το
ποίημα από λέξεις που ’ναι αναρριχητικές περιπλοκάδες,
όχι,
τίποτα να πω δεν έχω εγώ, κανείς δεν έχει να πει τίποτα, κανείς και τίποτα
εκτός από το αίμα,
τίποτ’ άλλο εκτός απ’ αυτό το πηγαινέλα του αίματος, απ’ αυτή τη γραφή για
ό,τι γραμμένο και από την επανάληψη της ίδιας λέξης στα μισά του
ποιήματος,
συλλαβές του χρόνου, γράμματα σπασμένα, σταξιές μελάνης, αίμα που πάει κι
έρχεται και δεν λέει τίποτα, και όλο με σέρνει και με τραβάει μαζί του.
Και λέω το πρόσωπό μου σκυμμένο πάνω απ’ το χαρτί, και κάποιος από πλάι μου
γράφει, ενώ το αίμα έρχεται συνέχεια και πάει,
και η πόλη πάει κι έρχεται συνέχεια και συνέχεια μέσ’ απ’ το αίμα του, και
θέλει κάτι να πει, ο χρόνος θέλει κάτι να πει, η νύχτα θέλει να πει,
να μιλήσει,
όλη νύχτα ο άντρας θέλει να πει μία και μόνο μία λέξη, να πει επί τέλους
τον λόγο του, που ’χει με πέτρες φτιαχτεί από κατεδάφιση,
και ακονίζω το αφτί, ν’ ακούσω θέλω ο άντρας τί λέει, να επαναλάβω τί λέει
η πόλη, τί λέει η πόλη και μένει μετέωρη,
κι όλη τη νύχτα εντελώς στα τυφλά οι σπασμένες ψάχνονται πέτρες στο μέτωπό
μου επάνω, όλη τη νύχτα το νερό παλεύει την πέτρα,
οι λέξεις τη νύχτα, η νύχτα τη νύχτα, και τίποτα πια δεν φωτίζει τη θαμπή
ετούτη εδώ τη μάχη,
η ταραχή των όπλων δεν πετάει αστραπές στην πέτρα, ούτε καν σπίθα στη νύχτα,
και εκεχειρία δεν γίνεται,
είναι μάχη μεταξύ αθανάτων θανάσιμη,
όχι,
να γυρίσουν πίσω, ν’ ανακόψουν το ποτάμι του αίματος, τον ποταμό της
μελάνης,
να σταματήσουν τη ροή και τη νύχτα, να τις γυρίσουν και τις δύο τους πίσω,
να εκθέσουν τα σπλάχνα τους,
να δείξει το νερό την καρδιά του που ’ναι ένα σμάρι πνιγμένοι καθρέφτες,
δέντρο κρυστάλλινο που το ξεριζώνει ο άνεμος
(και κάθε φύλλο του πετάει και μαρμαίρει και χάνεται μέσα σ’ ένα βάναυσο
φως, όπου οι λέξεις χάνονται μονίμως μέσα στου ποιητή την εικόνα),
να κλείσει ο χρόνος και να γίνει ουλή αθέατη η πληγή του, κομψή γραμμή
ανεπαίσθητη στο δέρμα του κόσμου,
ν’ αποθέσουν οι λέξεις το όπλα και να γίνει το ποίημα μιά λέξη μοναδική
με ύφανση πυκνότατη,
και να γίνει η ψυχή χωράφι μετά από το καψάλισμα, στήθος φεγγαρίσιο
κάποιας απολιθωμένης θάλασσας, όπου δεν καθρεφτίζεται πλέον τίποτα
εκτός από μιαν έκταση εκτεταμένη, το διάστημα απλωμένο επάνω στον εαυτό
του, τα απέραντα φτερά φαρδια-πλατιά ξεδιπλωμένα,
και να γίνουν τα πάντα σα φλόγα που σμιλεύεται και ψύχεται στο βράχο με
τα διάφεγγα σπλάχνα,
λάμψη σκληρή που έγινε κιόλας κρύσταλλο και διαύγεια ειρηνική, διαύγεια
γαλήνια.
Και ο ποταμός ανεβαίνει ξανά τη ροή του, διπλώνει ξανά τα πανιά του,
μαζεύει ξανά τις εικόνες του και ύστερα ξανακλείνεται στον εαυτό του.
Γενεύη 1953
"Ο ποταμός"
Octavio Paz
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/effie.kodona/posts/2006704419552394

3 Απρ 2017

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ, Μαργκερίτ Ντυράς, Η Αρρώστια του Θανάτου


Θα έπρεπε να μην τη γνωρίζετε,
να την είχατε συναντήσει παντού ταυτόχρονα,
σ΄ένα ξενοδοχείο, σ΄ένα μπαρ, σ΄ένα βιβλίο,
σ΄ένα φιλμ, στον εαυτό σας, μέσα σας,
μέσα μου, στο φαλλό σου στημένο τυχαία
μέσα στη νύχτα, που ψάχνει κάπου να μπει
να ξαλαφρώσει από τα δάκρυα που τον γεμίζουν.

Ρωτάει: Ποιοι θα ήταν οι άλλοι όροι;
Λέτε ότι θα έπρεπε να σωπαίνει σαν τις γυναίκες
των προγόνων της, να υποταχθεί απόλυτα σε σας,
στη θέλησή σας, να σας είναι απόλυτα υποταγμένη
σαν τις χωριάτισσες που μετά το θέρος κατάκοπες
μέσα στους αχυρώνες, αφήνουν τους άνδρες
να τις πλησιάσουν ενώ κοιμούνται - έτσι,
για να μπορέσετε σιγά σιγά να συνηθίσετε
αυτό το σχήμα που θα γινόταν ένα με το δικό σας.

Νέα, θα ήταν νέα. Στα ρούχα της, στα μαλλιά της
θα λίμναζε μια μυρωδιά, θα ψάχνατε να βρείτε τι είναι,
τελικά θα την ονομάζατε όπως ξέρετε να ονομάζετε.
Θα λέγατε: Μυρωδιά από ηλιοτρόπιο και κίτρο. Απαντά:
Όπως σας αρέσει.

Μέχρι εκείνη τη νύχτα δεν είχατε καταλάβει
ότι μπορεί κανείς ν΄αγνοεί αυτό που βλέπουν
τα μάτια, αυτό που αγγίζουν τα χέρια, αυτό
που αγγίζει το κορμί. Ανακαλύπτετε αυτή την άγνοια.
Λέτε: Δεν βλέπω τίποτε.
Δεν απαντά.
Κοιμάται.

Την ξυπνάτε. Την ρωτάτε αν είναι πόρνη.
Κάνει νόημα, όχι.
Την ρωτάτε γιατί δέχτηκε το συμβόλαιο
για τις πληρωμένες νύχτες.
Απαντά με μια φωνή κοιμισμένη ακόμα,
σχεδόν σβησμένη: Γιατί από τη στιγμή
που μου μιλήσατε είδα ότι είχατε προσβληθεί
απ΄την αρρώστια του θανάτου. Τις πρώτες μέρες
δεν ήξερα να την ονομάσω αυτή την αρρώστια,
ύστερα μπόρεσα.
Της ζητάτε να επαναλάβει τις λέξεις. Κάνει
αυτό που της ζητάτε, επαναλαμβάνει τις λέξεις:
Η αρρώστια του θανάτου.
Τη ρωτάτε, πώς το ξέρει . Λέει ότι το ξέρει.
Λέει ότι το ξέρουμε χωρίς να γνωρίζουμε
πως το ξέρουμε.
Τη ρωτάτε: Γιατί η αρρώστια του θανάτου
είναι θανατηφόρα;
Απαντά: Γιατί αυτός που έχει προσβληθεί
δεν ξέρει ότι κουβαλά μέσα του τον θάνατο.
Και γιατί θα πεθάνει χωρίς να έχει ζήσει προηγουμένως
για να πεθάνει, χωρίς καμιά γνώση
ότι πεθαίνει σε κάποια ζωή.

Σαλεύει, τα μάτια μισανοίγουν. Ρωτάει:
Πόσες πληρωμένες νύχτες μένουν ακόμα;
Λέτε: Τρεις.
Ρωτάει: Δεν αγαπήσατε ποτέ καμιά γυναίκα;
Λέτε: Όχι, ποτέ.
Ρωτάει: Δεν ποθήσατε ποτέ καμιά γυναίκα;
Λέτε: Όχι, ποτέ.
Ρωτάει: Ούτε μια φορά, μια στιγμή;
Λέτε: Όχι, ποτέ.
Ρωτάει: Ποτέ; Ποτέ;
Επαναλαμβάνετε: Ποτέ.
Χαμογελά, λέει: Περίεργο πράγμα ένας νεκρός.
.
(Αποσπάσματα από την «Αρρώστια του θανάτου». Μετάφραση: Κυβέλη Μαλαμάτη, εκδ. Εξάντας, 1984)

ΠΗΓΗ: http://www.poiein.gr/archives/30770/index.html