ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΟΤΟΠΙΑ




Για μικρά tips που θα κάνουν τη συγγραφική ζωή σας ευκολότερη,
Στην κατηγορία λέξεις για τις λέξεις, συγγραφείς μιλούν για τη συγγραφή.
μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων, ποίηση και
αποσπάσματα βιβλίων, παλιών, νέων, αγαπημένων.
Στην κατηγορία λογοτεχνικά είδη,
θα βρείτε κείμενα της θεωρίας της λογοτεχνίας
και επιστημονικές εργασίες.

10 Μαΐ 2013

Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΙΚΩΝ ΓΛΥΚΩΝ, απόσπασμα


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΛΑΡΙ ΜΠΙ, Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΙΚΩΝ ΓΛΥΚΩΝ
της Ιωάννας Αμπατζή

[…] Αυτή η πόρτα ήταν η είσοδος για το δάσος του Πικρού Νερού. Καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα να γυρίσουν πίσω, κοιτάχτηκαν, πήραν κουράγιο ο ένας από τον άλλο κι έκαναν το πρώτο τους βήμα μέσα στη σκοτεινιά. Η πόρτα πίσω τους έκλεισε με δύναμη αφήνοντάς τους στο απόλυτο σκοτάδι. Τώρα, πλέον, αν κάποιος ή κάτι ήθελε να τους κάνει κακό, θα μπορούσε άνετα. Ήταν μόνοι και δεν έβλεπαν τίποτα. Ήταν σαν να είχαν τρυπώσει αργά τη νύχτα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και, κουκουλωμένοι με τα σεντόνια τους, περίμεναν τα τέρατα να βγουν μέσα από τους εφιάλτες και να τους επισκεφτούν. Φοβόντουσαν να κουνηθούν, φοβόντουσαν ακόμα και να αναπνεύσουν. Έστρεφαν μόνο τα μάτια τους αριστερά και δεξιά μήπως και μπορέσουν να διακρίνουν κάτι. Στην αρχή δεν έβλεπαν τίποτα. «Κάπως έτσι θα αισθάνονται οι τυφλοί» σκέφτηκε ο Λάρι, απλώνοντας τα χέρια του να ψηλαφίσει το κενό περιμετρικά από το σώμα του. Έπιασε κατά λάθος το χέρι του Πέδρο που φώναξε από την τρομάρα του.

- Εγώ είμαι, χαλάρωσε, τον καθησύχασε.
- Μου έκοψες την χολή, Λάρι. Τώρα τι κάνουμε; Προχωράμε, ή καθόμαστε και κλαίμε τη μοίρα μας; Λοράνς, σταμάτα να μυξοκλαίς σε παρακαλώ: είπε ο Πέδρο.
- Μα, δεν είμαι εγώ που μυξοκλαίω, διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
- Λιτζιάν! Είπαν τα αγόρια
- Ε, όλα καλά. Κανένα πρόβλημα. Να, ξέρετε, μάλλον με έπιασε η αλλεργία μου και ρουφάω τη μύτη μου, δεν τρέχει τίποτα, όλα καλά. Αν είχαμε έναν φακό, έστω ένα κεράκι ή ένα σπίρτο, όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα, είπε ο Λιτζιάν.
- Ας περιμένουμε λίγο να συνηθίσουν τα μάτια μας. Κάντε αυτό που κάνετε όταν μπαίνετε σε ένα πολύ σκοτεινό δωμάτιο. Κρατήστε τα μάτια σας εντελώς κλειστά για λίγη ώρα και μετά ανοίξτε τα ξαφνικά, είπε η Λοράνς.
Έτσι και έκαναν. Σε λίγα λεπτά, τα μάτια τους είχαν αρχίσει να συνηθίζουν το σκοτάδι. Δεν μπορούσαν βέβαια να δουν λεπτομέρειες, αλλά μπορούσαν τουλάχιστον να διακρίνουν περιγράμματα και να ξεχωρίζουν που στέκεται ο ένας και που ο άλλος. Ήταν καλύτερο από το τίποτα. Παρόλα αυτά, η διάβαση του δάσους του Πικρού Νερού προμηνύονταν δυσκολότερη απ’ ότι είχαν φανταστεί. Ξεκίνησαν να περπατούν ένας ένας, πρώτος ο Λάρι, πίσω του η Λοράνς με τον Λιτζιάν και τελευταίος ο Πέδρο. Το λιγοστό ροζ φως που περνούσε ανάμεσα από τα κλαδιά σαν άχλη, έκανε τα πράγματα να δείχνουν ακόμα μεγαλύτερα και πιο τρομαχτικά απ’ ότι ίσως ήταν. Τα δέντρα τους φαίνονταν σαν θεόρατες μάγισσες που σήκωναν τα χέρια τους ψηλά στον αέρα, έτοιμες να κάνουν τα ξόρκια τους. Οι θολοί θάμνοι, γύρω τους έμοιαζαν ζωντανοί έτσι όπως κουνιόντουσαν από τον αέρα, και ο κάθε ήχος απλώνονταν και γιγαντώνονταν μέχρι που έσβηνε σε μια απόκοσμη σιωπή. Δεν έβλεπαν άλλα πράγματα. Όλα ήταν πασπαλισμένα με σκοτάδι. Προσπαθούσαν να περπατούν όσο πιο αθόρυβα γινόταν γιατί τα ξερά φύλλα που κάλυπταν το έδαφος θρυμματίζονταν κάτω από τα πόδια τους με έναν εξαιρετικά ανατριχιαστικό ήχο. «Έχετε δει την ταινία του Ιντιάνα Τζόουνς που ο πρωταγωνιστής πατούσε κάτι που δεν έβλεπε και τελικά ήταν χιλιάδες έντομα που έλιωναν κάτω από τα παπούτσια του;» είπε ο Πέδρο. «Δεν είναι ώρα για αστεία, του ψιθύρισε ο Λάρι νιώθοντας πως η Λοράνς κι ο Λιτζιάν ήταν στα όριά τους. Είχαν πιαστεί χέρι χέρι και προχωρούσαν όσο δειλά μπορεί να προχωρήσει άνθρωπος ενώ σε κάθε θρόισμα έδειχναν να ταράζονται. «Καλύτερα να μιλάμε ψιθυριστά εδώ μέσα» συνέχισε, κι ευχήθηκε να τελειώσει γρήγορα αυτό το βασανιστήριο και να βγουν σε κανένα ξέφωτο. Το μόνο καλό ήταν πως το δάσος αυτό μύριζε υπέροχα, σαν ζεστή σοκολάτα. Λες και κάθε γεύση σοκολάτας που είχαν δοκιμάσει ποτέ στη ζωή τους περνούσε μέσα τους σε κάθε εισπνοή. Το είδαν σαν παιχνίδι που θα μπορούσε να διασκεδάσει τους φόβους τους. Κέρδιζε όποιος προλάβαινε να πει πρώτος τη μυρωδιά που ερχόταν:
- Σοκολάτα μπίτερ!
- Γάλακτος!
- Μόκα!
- Λιωμένη κουβερτούρα! 
Ξαφνικά ο Πέδρο σταμάτησε και άρχισε να φωνάζει:
- Μα πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα; Κακαχουάτλ, χοκολάτλ. Είναι και στη γλώσσα μου να πάρει η ευχή. Δηλαδή όχι ακριβώς στη γλώσσα μου αλλά στη γλώσσα των προγόνων μου, έχουμε ρίζες από τους Αζτέκους εμείς στο σόι μας, μα ναι! 
- Πέδρο, τι λες! Τι σ’ έπιασε; 
- Ο Αζτέκοι, αυτοί, είναι πρόγονοί μου, δηλαδή πρόγονοι όλων των Μεξικανών, καταλαβαίνετε; Μα κάναμε και αρχαία στο σχολείο, πώς δεν μου έκοψε; Τώρα καταλαβαίνετε;
- Όχι
- Γιούπι! Είπε κι άρχισε να χοροπηδάει γύρω τους.
Ο Λάρι, ο Λιτζιάν και η Λοράνς ήταν σχεδόν σίγουροι πως οι όμορφες μυρωδιές που χαίρονταν τόση ώρα δεν ήταν τίποτε άλλο από δηλητηριώδη αέρια που ανέδιδε το δάσος του Πικρού Νερού. Από αυτά που κάνουν τους ανθρώπους να έχουν παραισθήσεις και σιγά σιγά να παραλογίζονται. Σε λίγο θα πάθαιναν κι αυτοί το ίδιο, χωρίς αμφιβολία. Ο Πέδρο, όμως, καταχαρούμενος, συνέχισε:
- Μη φοβάστε, είμαστε πολύ τυχεροί. Τα τυχερότερα παιδιά του κόσμου για την ακρίβεια. Οι Αζτέκοι «πικρό νερό» δηλαδή κακαχουάτλ ή τσοκολάτλ ονόμαζαν τη σοκολάτα! Πικρό νερό σημαίνει σοκολάτα. Σοκολάτα και πικρό νερό είναι το ίδιο. Καταλαβαίνετε; Μας μυρίζουν όλες αυτές οι υπέροχες μυρωδιές γιατί απλά βρισκόμαστε στο δάσος της σοκολάτας!! Πάω στοίχημα πως όλα εδώ μέσα είναι σοκολατένια, είπε κι αγκάλιασε κι έγλυψε τον κορμό ενός δέντρου.
Η γλυκιά γεύση που του γέμισε το στόμα τον έκανε να τσιρίξει ακόμα δυνατότερα:
- Γιούπι! Τύφλα να’χει ο Χάνσελ και η Γκρέτελ! Όλα είναι σοκολατένια! Επίθεση! είπε ο Πέδρο και σπάζοντας ένα κλαδάκι δέντρου άρχισε να το μασουλάει. Τομπλερόν, αναφώνησε, εκείνη η σοκολάτα με το μαστιχωτό μέσα της, ααα, μμμμ, τέλεια!
Σταμάτησε για λίγο και έμεινε ακίνητος χωρίς να μιλά.
- Πέδρο, είσαι καλά; Ρώτησε ο Λάρι
- Πέδρο, τι σου συμβαίνει; Ρώτησε η Λοράνς
- Φτύστο γρήγορα! Φώναξε ο Λιτζιάν πεπεισμένος πως ο φίλος του είχε μόλις δηλητηριαστεί.
Ο Πέδρο κοιτούσε γύρω του έκπληκτος σαν μαγεμένος. Φαινόταν να μην τους ακούει. «Πέδρο» είπε ο Λάρι και τον ταρακούνησε. «Σύνελθε!»
- Βλέπετε κι εσείς; Εγώ βλέπω. Βλέπω κανονικά. Σας βλέπω, τους είπε.
Ο Πέδρο είχε αποκτήσει νυχτερινή όραση τρώγοντας απλά ένα κομμάτι σοκολάτα. Με τη σειρά της, η Λοράνς πήγε κοντά σε ένα θάμνο κι έκοψε μερικά φύλλα. «Σοκολάτα με γεύση φρούτα του δάσους! Μμμμ, υπέροχη» είπε και παρατήρησε πως το δάσος γύρω της άρχισε να αποκτά χρώματα. Οι θάμνοι και τα δέντρα, το έδαφος, οι καρποί, όλα ήταν φτιαγμένα από σοκολάτα.
- Τι κάθεστε; Φώναξε στους άλλους δύο. Φάτε κι εσείς. Όλα είναι σοκολάτα. Σοκολάτα που σε κάνει να βλέπεις στο σκοτάδι!
Τώρα πια μπορούσαν να ξεχωρίσουν τις λεπτομέρειες που έκαναν την σκοτεινή ομορφιά του δάσους του Πικρού Νερού ομορφότερη. […]
[…]
- Ράους! Ποιος τόλμησε να μπει στο δάσος μας; Εκεί. Κλίνατε επ’ αριστερά. Τους βλέπω. Κινούνται προς τα κακαόδεντρα της σοκολάτας γάλακτος. Επ’ ώμου αρμ! Κράνη, όπλα, μπαλάσκες αναλάβτε! Φώναξε κάποιος.
Οι πολεμιστές της φυλής Κακαχουάτλ, της άγριας φυλής της τερηδόνας, έτρεξαν προς το μέρος που βρίσκονταν τα παιδιά. Μικρά μαυροπούλια άρχισαν να πετούν στο πέρασμά τους προειδοποιώντας τους μικρούς φίλους πως κάτι περίεργο συμβαίνει. Έτρεξαν και κρύφτηκαν στην κουφάλα ενός σοκολατόδεντρου κι από κει παρακολουθούσαν τους Κακαχουάτλ που είχαν ήδη φτάσει και έψαχναν να τους βρουν. Ήταν πέντε όλοι κι όλοι αλλά η φασαρία που έκαναν ήταν για δέκα. Λεπτοί και ψηλοί σαν ξεραμένα χαρούπια, μαυριδεροί στο δέρμα με αραιά μαύρα μαλλιά, γαμψές μύτες και γένια που έφταναν μέχρι τον οφαλό τους. Στο κεφάλι τους είχαν κράνη που έμοιαζαν με το κέλυφος του φουντουκιού κομμένο στη μέση. Φορούσαν κοντά παντελόνια και ψηλές λαστιχένιες μπότες, ενώ στα χέρια τους, κρατούσαν κάτι περίεργα όπλα σαν γάντζους. Από τη μέση και πάνω ήταν γυμνοί και τα μπράτσα τους ήταν γεμάτα τατουάζ. Ήταν πραγματικά απαίσιοι. 
- Εδώ γύρω θα είναι. Ψάξτε, είπα! Μην σας ξεφύγουν, ψαρούκλες! Φώναξε ο γηραιότερος από αυτούς.
- Αρχηγέ, αιτούμαι άδεια να αναφέρω, είπε ένας απ’ αυτούς.
- Αναφέρσου!
- Αν τους πιάσουμε θα με αφήσεις να χαλάσω το πρώτο δόντι; Τον ρώτησε.
- Για έλα εδώ, νέος. Πιο κοντά. Εδώ. Μάλιστα. Σου φαίνται ώρα να συζητάμε τέτοια; Του είπε και του έδωσε μια καρπαζιά τόσο δυνατή που του έφυγε το κράνος. Πρέπει να τους βρούμε, είπαμε! Και πού είσαι; Το πρώτο δόντι είναι πάντα δικό μου. Να το βάλτε καλά στο κεφάλι σας όλοι!
Άρχισαν να ανακατεύουν τους θάμνους με τα όπλα τους και πλησίαζαν στο δέντρο που κρυβόντουσαν τα παιδιά. Ήταν ζήτημα λεπτών να ανακαλύψουν την κρυψώνα τους. Ο Λάρι έκανε στα παιδιά νόημα να βγουν. Μόνο έτσι θα κατάφερναν να τους ξεφύγουν. Ένας, ένας, αθόρυβα βγήκαν από την κουφάλα και άρχισαν να απομακρύνονται. Για κακή τους τύχη τα ξερά φύλλα στο έδαφος έκαναν θόρυβο και τράβηξαν την προσοχή των αγρίων.
- Αλτ, τις ει; Φώναξε ένας
- Ωχ, μας πήρανε χαμπάρι, είπε ο Λιτζιάν. Τρέξτε για να σωθείτε!
- Αέρα! Ούρλιαζαν οι άλλοι κραδαίνοντας τους γάντζους τους.
Τα παιδιά δεν είχαν καμία ελπίδα να ξεφύγουν όσο γρήγορα κι αν έτρεχαν. Οι Κακαχουάτλ ήξεραν το δάσος σαν την παλάμη τους. Είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες και σύντομα τους περικύκλωσαν.
- Μην κάθστε, στραβάδια! Πιάστε τους! Δέστε τους! Ούρλιαζε ο αρχηγός τους
- Μάλιστα, αρχηγέ!
Από τη μια στιγμή στην άλλη, τα παιδιά βρέθηκαν δεμένα πισθάγκωνα με κάτι σκούρα σκοινιά που τους έσφιγγαν και τους πονούσαν. 
- Ποιοι είστε και τι θέλετε εδώ; Ρώτησε ο αρχηγός
- Δεν θέλουμε να σας πειράξουμε, είπε ο Λάρι
- Και να θέλτε, δεν μπορείτε, κακαορίζικοι!
- Εννοεί πως ερχόμαστε φιλικά, είπε ο Πέδρο.
- Φιλικά, ξεφιλικά, δεν ζητήσατε άδεια να μπείτε στο Πικρό Νερό. Δεν διαβάσατε τις οδηγίες στην είσοδο; Απαγορεύται η έλευσης εφόσον δεν ζητηθεί άδεια από τον αρχηγό των Κακαχουάτλ. Εγώ είμαι αυτός αν δεν το καταλάβατε. Το έγραφε ξεκάθαρα. Πιο τεραστιότερη πινακίδα δεν ήταν δυνατόν να βάλουμε. Ακούς εκεί, φιλικά. Ποιόν πας να κοροϊδέψεις, ρε σοκολατόμουτρο;
- Μα, ήταν θεοσκότεινα. Δεν βλέπαμε. Πώς να διαβάζαμε την πινακίδα, δικαιολογήθηκε η Λοράνς.
- Σκοτεινά, ξεσκοτεινά, δικό σας πρόβλημα, κουβερτουρίτσα. Τώρα, σύμφωνα με τους νόμους μας, θα τιμωρθείτε για να μάθτε τι θα πει πειθαρχία στους κανόνες, τους είπε. Νέος, φέρε τον γάντζο. Θα ξεκινήσω απ’ τον στρουμπουλουκουμά εδώ, που δεν τον χώνεψα.
Άρπαξε στα χέρια του τον γάντζο που του έδωσαν και πλησίασε προς τον Πέδρο που άρχισε να κουνιέται και να φωνάζει «Είστε ψεύτικοι! Δεν υπάρχετε! Δεν σας πιστεύω για να μην υπάρχετε!» Οι φίλοι του τον κοιτούσαν περίεργα. Ο Λάρι κατάλαβε πως και ο Πέδρο είχε επηρεαστεί από αυτό που είχε φωνάξει ο Ξωτίκ. Είχε κι εκείνος αμφιβολίες για το αν αυτό που ζούσαν ήταν πραγματικότητα ή αποκύημα της φαντασίας τους. Δυστυχώς, είχε έρθει η ώρα για να διαψευστεί το μικρό ξωτικό. Όχι μόνο δεν έπαψαν να υπάρχουν, αλλά ο πιο δυνατός από τη φυλή τον ακινητοποίησε ενώ οι δύο άλλοι του άνοιξαν το στόμα. Ο Λάρι, ο Λιτζιάν και η Λοράνς, ανίκανοι να αντιδράσουν διαφορετικά, άρχισαν να φωνάζουν στους άγριους να αφήσουν τον φίλο τους ήσυχο. Ο αρχηγός των Κακαχουάτλ, γύρισε και τους γέλασε πλατιά αφήνοντας να φανούν δύο σειρές κατάμαυρα χαλασμένα δόντια.
- Μην ανησχείτε, όταν ξεμπερδέψω από αυτόν εδώ, θα έρθει και η δκή σας σειρά, τους είπε.
Με μια απότομη κίνηση έχωσε τον γάντζο στο στόμα του Πέδρο και τον ακούμπησε πάνω σε έναν τραπεζίτη. Εκείνος άρχισε να ουρλιάζει από τον πόνο. Η Λοράνς βλέποντας τον φίλο της να υποφέρει, γύρισε από την άλλη κι έκλεισε τα μάτια της. Το δόντι του Πέδρο είχε γίνει μαύρο στη στιγμή. Ο Πέδρο λιποθύμησε.
- Φλώρος, ρε παιδί μου, βούτυρο κακάο σκέτο… είπε ο αρχηγός κι υπόλοιποι έσκασαν στα γέλια. Μέχρι να συνέλθει η μους σοκολάτα από δω, λέω να ασχοληθούμε με τα μπροστινά δοντάκια της κουβερτουρίτσας.
Η Λοράνς χλώμιασε βλέποντάς τους να την πλησιάζουν. Καθώς όλοι στράφηκαν προς αυτήν, ο Λιτζιάν βρήκε την ευκαιρία και είπε στο Λάρι: «Είναι γλυκόριζα, φάτην!» Πράγματι, τα σκοινιά που τους είχαν δέσει ήταν μακριά κορδόνια γλυκόριζας. Ο Λάρι και ο Λιτζιάν άρχισαν να την δαγκώνουν μέχρι που κατάφεραν να λυθούν. Οι Κακαχουάτλ τους είδαν, άφησαν τη Λοράνς και όρμησαν εναντίον τους. Ο Λάρι κι ο Λιτζιάν άρπαξαν δυο κλαδιά από κάτω για να αμυνθούν. Το κλαδί του Λάρι έσπασε αμέσως μόλις άγγιξε τον γάντζο του αντιπάλου του. Ψηλαφίζοντας για να πάρει ένα δεύτερο, τράβηξε κατά λάθος το σακίδιό του και αφού δεν είχε άλλο όπλο, πέταξε αυτό στο πρόσωπο του εχθρού. Το σακίδιο άνοιξε και από μέσα ξεχύθηκαν χίλια δυο πράγματα, ανάμεσα στα οποία και η οδοντόβουρτσά του. Ο αρχηγός των Κακαχουάτλ μόρφασε με τρόμο μόλις την είδε. Ο Λάρι κατάλαβε αμέσως. Έπιασε την οδοντόβουρτσα κι άρχισε να την κραδαίνει μπροστά τους. Οι Κακαχουάτλ οπισθοχωρούσαν σκούζοντας. Ο Λιτζιάν στο μεταξύ είχε βγάλει και τις άλλες οδοντόβουρτσες από τα σακίδια και έδωσε στον Πέδρο, που είχε συνέλθει, και στη Λοράνς να κρατούν τις δικές τους. […]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου