ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΟΤΟΠΙΑ




Για μικρά tips που θα κάνουν τη συγγραφική ζωή σας ευκολότερη,
Στην κατηγορία λέξεις για τις λέξεις, συγγραφείς μιλούν για τη συγγραφή.
μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων, ποίηση και
αποσπάσματα βιβλίων, παλιών, νέων, αγαπημένων.
Στην κατηγορία λογοτεχνικά είδη,
θα βρείτε κείμενα της θεωρίας της λογοτεχνίας
και επιστημονικές εργασίες.

13 Απρ 2013

ΔΙΗΓΗΜΑ, Το σεντούκι με τα βότσαλα


Η Μαριάνθη δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Βγήκε έξω από το σπίτι και περπάτησε προς τη θάλασσα.  Η νύχτα ήταν υπέροχη και συνάμα αβάσταχτη.  Ήταν το τρίτο καλοκαίρι μακριά του.  Δεν βόλεψε ο καιρός να συναντηθούν νωρίτερα.  Μόνο της έστελνε μηνύματα πως θα γυρίσει, κι όταν γίνει αυτό, θα’ ναι μαζί για πάντα.  «Για πάντα, για πάντα, για πάντα» ψιθύρισε σφίγγοντας ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί στην καρδιά της.  Έκλεισε τα μάτια ν’ απολαύσει τη μορφή του και για μια στιγμή κόντεψε να σκάσει η καρδιά της.

-          Τι θα πει «για πάντα»; ρώτησε ένα ψαράκι τη μαμά του.
-          Θα πει πως πιάνεις το χρόνο, τον πλάθεις στην παλάμη σου, τον κάνεις μικρό σαν βότσαλο και τον βάζεις στην τσέπη σου.  Τον πρώτο καιρό είναι βαρύς μα ύστερα τον κουβαλάς ευχάριστα.  Στο τέλος, σαν τον πιάνεις και τον κοιτάς δροσίζεται το χέρι σου και γίνεσαι κι εσύ βότσαλο στην αμμουδιά.


Η Μαριάνθη κοιμήθηκε με τη μορφή του στα μάτια της, εκεί στην αμμουδιά. Ένας ψαράς την είδε μα δεν την ξύπνησε.  Της έριξε τη ζακέτα του και προχώρησε.  Η Μαριάνθη ταξίδευε πλέον κοντά στον καλό της.  Τα μαλλιά της ανέμιζαν στην πρύμνη κι ο θαλασσινός αέρας της χτυπούσε το πρόσωπο.  Εκείνος της έπιανε το χέρι. Της ψιθύριζε γλυκά «για πάντα».

Την άλλη μέρα ο ψαράς βρήκε τη ζακέτα του στο ίδιο σημείο μόνο που κανείς δεν ήταν πια εκεί.  Σαν πήγε να τη σηκώσει είδε από κάτω ένα γαλάζιο γυαλιστερό βότσαλο.  Το έπιασε κι ένιωσε μπροστά του να περνά η νιότη του.  Θυμήθηκε τις βραδιές έξω απ’ το σπίτι της Λενιώς να της κρατά το χέρι και να μοσχοβολούν τα νυχτολούδουλα. Είδε τη μάνα του να ψήνει πίττες στην αυλή και τη Λενιώ του να φορά το δαχτυλίδι που της χάρισε.  Είδε την πρώτη του την κόρη να γεννιέται και το γιό του να φεύγει για την πόλη να σπουδάσει.  Τη βάρκα που αγόρασε, το σπίτι δίπλα στις καλαμιές.  Πήγε να πετάξει την πέτρα στη θάλασσα, μα θυμήθηκε το σεντούκι που του χάρισε ένας γεροναυτικός απ’ τις Ινδίες, αυτό που χάρισε με τη σειρά του στον εγγονό του για να φυλάει τα βότσαλα. Έσφιξε την πέτρα απαλά και την έβαλε στην τσέπη του. 
Η Μαριάνθη αναστέναξε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου