ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΟΤΟΠΙΑ




Για μικρά tips που θα κάνουν τη συγγραφική ζωή σας ευκολότερη,
Στην κατηγορία λέξεις για τις λέξεις, συγγραφείς μιλούν για τη συγγραφή.
μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων, ποίηση και
αποσπάσματα βιβλίων, παλιών, νέων, αγαπημένων.
Στην κατηγορία λογοτεχνικά είδη,
θα βρείτε κείμενα της θεωρίας της λογοτεχνίας
και επιστημονικές εργασίες.

7 Μαρ 2013

Η ΚΑΡΔΕΡΙΝΑ διήγημα


Ναι, ήταν καλό καρδερινάκι. Μόνο που όταν του άνοιγα την πόρτα του κλουβιού για να βγει έξω, εκείνο χώνονταν ακόμα πιο μέσα. Είχε φτιάξει το κλουβί του άνετο, λίγα πούπουλα στην άκρη για να ξαπλώνει, τακτοποιούσε τους σπόρους, δεν χρειαζότανε να τρέξει πουθενά για νερό, για φαί. Το κλουβί ήταν πολύ βολικό.
Θυμάμαι, όταν του έριχνα φρέσκους σπόρους, χάιδευε το δάχτυλό μου με το κεφάλι του και ξαφνικά με τσιμπούσε δυνατά με το ράμφος. Θυμάμαι, όταν του έβαζα νερό να πιεί, έπινε κι ύστερα, βουτούσε τα φτερά του και τινάζονταν να με πιτσιλίσει στο πρόσωπο.
Όταν έβαζα το χέρι μου μέσα για να το χαϊδέψω, χώνονταν στα φτερά του κι όταν δεν του μιλούσα, κελαηδούσε και ράμφιζε τα κάγκελα για να του δώσω σημασία. Περίεργο καρδερινάκι.
Κάποια βράδια, όταν καθόμουν στην κουζίνα και μαγείρευα, έκανα με τη φωνή μου το δικό της τραγούδι κι εκείνη τραγούδησε πιο δυνατά. Όταν της μίλησα με τα δικά μου λόγια, έκανε πως κοιμόταν. Δεν της άρεζαν τα δικά μου λόγια. Όμως, κελαηδούσε εξίσου δυνατά όταν άκουγε τον ήχο του απορροφητήρα.
Δεν την είχα βάλει εγώ στο κλουβί. Μόνη της είχε έρθει. Εγώ είχα το αρσενικό μέσα, μου έφτανε να μαζεύω τις δικές του κουτσουλιές. Ήταν στα κάγκελα, στο μπαλκόνι της κουζίνας μια μέρα που τίναζα μια πετσέτα απ’ τα ψίχουλα. Τσίμπησε λίγη κόρα και σήκωσε το κεφάλι να με δει. Μια άλλη μέρα, κάποιο μεγαλύτερο πουλί πήγε να την αρπάξει. Το κυνήγησα με την σκούπα. Έδιωξα και τ’ άλλα πουλιά που πήγαιναν να την πειράξουν. Ήταν καλό καρδερινάκι. Κι έμενε στο μπαλκόνι μου γιατί μάλλον δεν είχε να πάει πουθενά αλλού. Δεν έφυγε από εκείνη τη μέρα. Έμενε στα κάγκελα και περίμενε.
Μέχρι που ξέχασα μια φορά την μπαλκονόπορτα ανοιχτή.  Τότε τρύπωσε μέσα. Πήγα να τη διώξω και δεν έφευγε.  Έδιωξα τελικά το αρσενικό, το άφησα ελεύθερο, την έβαλα στη θέση του. Με ανοιχτή την πόρτα. Αλλά το μικρό καρδερινάκι, η καρδερίνα μου, δεν έβγαινε. Τακτοποιούσε το κλουβί της, τσιμπούσε τους σπόρους, τσιμπούσε κι εμένα αλλά δεν έφευγε κι ας ήταν πάντα η πόρτα του κλουβιού της ανοιχτή. Μέρα τη μέρα, σταμάτησε να μου τραγουδά αυτή κι άρχισα εγώ. Πήγαινα δίπλα στο κλουβί της και της τραγουδούσα όσο ήθελε ν’ ακούει. Έγινα εγώ η καρδερίνα. Συνήθισα να κελαηδώ.
Εκείνη, συνέχιζε να χαϊδεύεται και να με τσιμπά, να με ραμφίζει και να χαϊδεύεται, μέχρι που και τα δέκα μου δάχτυλα πλήγιασαν. Φοβόμουν πια να την πλησιάσω. Το σκεφτόμουν να τη χαϊδέψω. Κι όμως ήταν καλό καρδερινάκι, της είχα αδυναμία. Της έβαζα ποικιλία σπόρων, της έβαζα μήλο με τη φλούδα, πάντα φρέσκο νερό. Και τη χάιδευα κι ας με πονούσε. Άλλοτε έτρωγε, άλλοτε δεν της άρεσαν τα κεράσματά μου. Κελαηδούσα γι’ αυτή. Άλλοτε της άρεσε το τραγούδι μου, άλλοτε όχι. Που και που μου χάριζε κάποιο τραγούδι.
Μια μέρα, την παρακαλούσα να βγει απ’ το κλουβί, να κάτσει δίπλα μου στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν ήρθε. Μια άλλη μέρα, έκανε πως πετάει να βγει, κι ίσα που χάρηκα, κλείστηκε πάλι βαθύτερα στο κλουβί της. Νόμιζα πως ήθελε να έρθει δίπλα μου. Έκανα λάθος. Ήθελε να μπω εγώ στο κλουβί. Μα πώς να χωρέσω;
Έτσι, αποφάσισα να φύγω. Άφησα πόρτες και παράθυρα ανοιχτά, η πόρτα του κλουβιού ήταν έτσι κι αλλιώς πάντα ανοιχτή, κι έφυγα. Τα πουλιά τα μεγάλα τα είχα από καιρό διώξει και δεν υπήρχε φόβος να πειράξουν την καρδερίνα μου. 'Εφυγα απ’ το σπίτι και δε θα γυρνούσα αν δεν μου έλεγαν πως την είχαν δει σε ένα δέντρο κοντά στο πάρκο.
Ψέματα μου είχαν πει. Ήταν εκεί στο ίδιο κλουβί. Μπαίνοντας την άκουσα που τραγουδούσε μόνη της.  Όταν με είδε, σταμάτησε. Όταν της τραγούδησα εγώ, έχωσε το κεφάλι μέσα στα πούπουλα κι έκανε την κοιμισμένη. Τότε, πήρα το κλουβί και το έβγαλα στο μπαλκόνι. Δεν την είδα ν’ απορεί. Μάλλον το ήθελε πιο πολύ από μένα. Το έβαλα δίπλα στη γαρδένια.
Συνεχίζω να διώχνω τα πουλιά που την τρομάζουν, συνεχίζω να έχω την πόρτα του κλουβιού της ανοιχτή και συνεχίζω να της έχω αδυναμία. Τραγούδια δεν λέμε η μία στην άλλη. Την κοιτάω όμως μέσα από το τζάμι. Της τραγουδώ από μέσα μου. Εκείνη, απ’ το κλουβί της, μιλά κάποιες φορές με δυο σπουργίτια που τσιμπολογούν τους σπόρους που πέφτουν έξω. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου