ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΟΤΟΠΙΑ




Για μικρά tips που θα κάνουν τη συγγραφική ζωή σας ευκολότερη,
Στην κατηγορία λέξεις για τις λέξεις, συγγραφείς μιλούν για τη συγγραφή.
μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων, ποίηση και
αποσπάσματα βιβλίων, παλιών, νέων, αγαπημένων.
Στην κατηγορία λογοτεχνικά είδη,
θα βρείτε κείμενα της θεωρίας της λογοτεχνίας
και επιστημονικές εργασίες.

18 Μαρ 2013

ΔΙΗΓΗΜΑ Το φιογκάκι


Το φιογκάκι

Την έβλεπα κάθε μέρα στο λεωφορείο. Με βροχή, με ήλιο, έμπαινε μια στάση πριν από μένα και κατέβαινε στη στάση «ΣΧΟΛΕΙΟ». Ήταν το δίχως άλλο καθηγήτρια, ήταν πασιφανές. Πέρα από τη στάση που κατέβαινε, ήταν και η ώρα που έφτανε εκεί, λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι του γυμνασίου. Ήταν όμως και το ξασμένο μαλλί και η τεράστια τσάντα που κρατούσε και χωρούσε και μένα τον ίδιο μέσα. Σίγουρα θα ήταν γεμάτη τετράδια, εκθέσεις μαθητών διορθωμένες με κόκκινο – κατακόκκινο - στυλό και διάφορα άλλα αξεσουάρ καθηγητών.
Μάλιστα μου απέπνεε τη βεβαιότητα πως δίδασκε αγγλικά ή τίποτα φιλολογικά. Δεν φαινόταν για τύπισσα των αριθμών και των πειραμάτων, εκείνες έχουν άλλο στυλ, πιο χύμα, ενώ αυτή ήταν προσεγμένη στη λεπτομέρειά της· τα παπούτσια της καλογυαλισμένα· ένα απαλό άρωμα φράουλας να πλανιέται ίσα με δυο τρεις ανθρώπους δίπλα της· ατσαλάκωτη. Και το λευκό της, πιο λευκό απ’ όλα.

Από την πρώτη φορά που την είδα μου έκανε εντύπωση το φιογκάκι της. Δεν ήταν δα και κανένας τόσο εντυπωσιακός φιόγκος. Στο μέγεθος μεγάλης πεταλούδας γυάλιζε εκεί στο κέντρο του γιακά της ακριβώς κάτω από το λακάκι του λαιμού. Από μακριά, δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν μέρος του φορέματός της ή αν ήταν πρόσθετο, έτσι, χρειάστηκε να βρω χίλιες δυο προφάσεις για να την πλησιάσω και να το παρατηρήσω καλύτερα. Σε μια φάση ανείπωτης περιέργειας, σκύβοντας τάχα να πάρω το εισιτήριό μου που έπεσε τυχαία στα πόδια της, κοίταξα διαγώνια προς τα πάνω για να ανακαλύψω με περισσή χαρά πως το φιογκάκι αυτό ήταν στερεωμένο με κάτι που γυάλιζε από πίσω του. Χμ… παραμάνα, καλά το σκέφτηκα, είπα μέσα μου. Τώρα ήμουν σίγουρος. Το φιογκάκι δεν ήταν μέρος του φορέματός της αλλά το είχε βάλει επί τούτου, για να ταιριάζει με το κραγιόν της. Ήταν απίστευτο πώς το κραγιόν και το φιογκάκι είχαν ακριβώς την ίδια απόχρωση του φουξ. Καθώς είχα μάθει τη διαδρομή του λεωφορείου απέξω και ανακατωτά, και το μποτιλιάρισμα εκτός λεωφορείου με άφηνε παγερά αδιάφορο, τις επόμενες μέρες είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω και τα υπόλοιπα φιογκάκια που διέθετε σε απόλυτη αρμονία με τα χρωματιστά κραγιόν που φορούσε. Ύστερα μου δημιουργήθηκε η απορία αν η μις Ρόζα, έτσι την ονόμασα, αγόραζε πρώτα το κραγιόν και μετά τα φιογκάκια ή αν αγόραζε τα φιογκάκια που της άρεσαν κι ύστερα, με αυτά στο χέρι έτρεχε στο κοντινότερο κατάστημα καλλυντικών να ψάξει με τις ώρες την απόχρωση που της ταίριαζε ώστε χείλη και φιογκάκι να είναι απόλυτα ταιριαστά.

Την έβδομη φορά που παρατηρούσα το φιογκάκι, το σημερινό ήταν πουά και κοιτούσα μήπως και έκανε και κανένα κόλπο στα χείλη για να φαίνονται κι εκείνα πουά, χτύπησε το κινητό της! Θα άκουγα επιτέλους τη φωνή της. Για καλή μου τύχη δεν το πρόλαβε, και λέω για καλή μου τύχη, γιατί αναγκάστηκε να πάρει πίσω εκείνον που της είχε τηλεφωνήσει. «Έλα Δημήτρη, η Ρόζα είμαι» είπε, και κόντεψα να ξεραθώ από τη χαρά μου που είχα πετύχει το όνομα! Ήταν απίστευτο! Συγκρατήθηκα να μην χορέψω το χορό του θριάμβου μέσα στο λεωφορείο και γίνω σούργελο, και έστησα αφτί για τη συνέχεια. Οι δυο κουβέντες που ακολούθησαν χάθηκαν δυστυχώς μέσα στη φασαρία του λεωφορείου.  Χαρά και απογοήτευση μαζί. Με είδε που την κοιτούσα και απέστρεψα το βλέμμα μου. Δεν ήθελα να καταλάβει. Ήταν από τις γυναίκες που αν θυμώσουν σε κοιτούν με εκείνο το παγερό βλέμμα που από μόνο του αρκεί να σου κοπούν τα ήπατα. Αν και στο γέλιο της είχε μια γλύκα, σίγουρα δεν θα την ονόμαζε κανείς προσιτή. Μόνο με έναν νεαρό μιλούσε που και που όταν τύχαινε να καθίσουν δίπλα. Δεν κατάφερα ποτέ να καθίσω κοντά τους και να μάθω τι έλεγαν. Από τον τρόπο που κουνούσε τα χείλια και τα χέρια της καταλάβαινα ακόμα περισσότερα για εκείνη. Πως της άρεσε το βρασμένο γάλα με πέτσα, πως παρακολουθούσε το θέατρο της Δευτέρας, μισούσε το ζελέ και λάτρευε το καλό κρασί, δεν είχε συγγενείς, έφτιαχνε μόνη της τα μαλλιά της, έμενε στο ρετιρέ κάποιας πολυκατοικίας όχι μακριά από το δικό μου σπίτι.  

Πέρασαν μήνες. Άρχισε το καλοκαίρι και αν ήταν καθηγήτρια μάλλον θα είχε σταματήσει για διακοπές. Όμως εκείνη συνέχιζε να κατεβαίνει καθημερινά στην ίδια στάση. Είπα θα την ακολουθήσω. Η περιέργειά μου δεν άντεχε άλλο. Την επομένη θα κατέβαινα κι εγώ μαζί της και θα έβλεπα που πήγαινε. Πήρα άδεια από τη δουλειά και ετοιμάστηκα ψυχολογικά για το εγχείρημα. Σήμερα θα ήταν η  μέρα. Μπήκα στο λεωφορείο αλλά δεν την είδα. Ούτε την επομένη. Ούτε την άλλη μέρα. Τι έγινε; Κόντευα να σκάσω. Άρχισα να ρωτάω τους συνεπιβάτες αν τη γνώριζαν την κ. Ρόζα. Άρχισα να την περιγράφω στον κόσμο, κανείς δεν φαίνονταν να την είχε δει ποτέ. Ούτε κι εκείνος ο νεαρός που είχε συνομιλήσει μαζί του αρκετές φορές έδειχνε να τη θυμάται. Αναγκάστηκα να τα παρατήσω. Για καιρό ακόμα όπου έβλεπα φιογκάκι πιάνονταν το στομάχι μου.

Μετά από χρόνια την είδα σε ένα καφέ με μια φίλη της. Ήταν αυτή, σίγουρα, όμως χωρίς κανένα φιογκάκι. Τα ρούχα της δεν ήταν αυστηρά όπως τότε, φαινόταν νεότερη, αλλά ήταν σίγουρα αυτή. Δεν άντεξα και κάθισα στο ακριβώς διπλανό τραπέζι απλώνοντας μια εφημερίδα μπροστά μου. Τάχα διάβαζα αλλά το αφτί μου είχε τεντωθεί. Μιλούσαν για διάφορα. Κάποια στιγμή την άκουσα να λέει γελώντας: η χειρότερη δουλειά που έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου ήταν «οι νταντάδες με τα φιογκάκια». Τι τρελό εκείνο το αφεντικό! Έπρεπε να φουντώνουμε το μαλλί μας και φοράμε όλες μας φιογκάκια στο λαιμό, ήταν το σήμα κατατεθέν της εταιρίας. Ρεζίλι είχα γίνει να κυκλοφορώ έτσι στο δρόμο. Ευτυχώς, τώρα στο Καρφούρ οι στολές είναι καλύτερες. Έφυγα γρήγορα από το καφέ. Άλλη μία ψύχωσή μου είχε λάβει τέλος. Έψαξα στο ίντερνετ και βρήκα την εταιρία, υπήρχε ακόμα. Στην αρχική σελίδα της φιγουράριζε η φωτογραφία μιας κυρίας, σαν τη Ρόζα, με φιογκάκι ίδιο με το κραγιόν της.

«Σας πήγαινε πάντως», της είπα καθώς άφηνα τα ψώνια μου στον πάγκο του ταμείου της. «Ορίστε;» ρώτησε. «Το φιογκάκι» της απάντησα κι εκείνη ρώτησε αν έχω κάρτα Καρφούρ.



Χρησιμοποίησα την τεχνική του Henri James. Το παραπάνω κείμενο έχει γραφτεί από την οπτική του συγγραφέα. Έτσι επί σκοπώ τονίζεται το εγώ σε κάθε σημείο του κειμένου και στην αφήγηση περιλαμβάνονται αυθαίρετες γνωμοδοτήσεις οι οποίες αρχικά ενδυναμώνονται και στο τέλος καταρρέουν. Είναι ουσιαστικά μια δουλειά πορτρέτου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου