Θα σας διηγηθώ ένα παραμύθι που άκουγα συχνά από τη γιαγιά μου:
Ζούσε κάποτε σε ένα βασίλειο, ένας καλός βασιλιάς με τη γυναίκα του και την κορούλα τους την Πούλια, που ήταν γλυκιά και όμορφη. Μια μέρα συμφορά χτύπησε το παλάτι καθώς η βασίλισσα έπεσε βαριά άρρωστη και τελικά πέθανε. Η Πούλια έμεινε ορφανή κι ο ίδιος ο βασιλιάς ήταν απαρηγόρητος. Τουλάχιστον στην αρχή. Γιατί προτού περάσουν λίγοι μήνες, ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε. Η γυναίκα που διάλεξε, παρότι ήταν πανέμορφη, είχε κακό χαρακτήρα και ήταν πολύ ζηλιάρα. Ζήλευε, λοιπόν, την μικρούλα Πούλια κι όλο έβρισκε ευκαιρία να τη μαλώνει. Στο μεταξύ, γέννησε και η ίδια της ένα αγοράκι που το ονόμασε Αυγερινό. Η βασίλισσα αγαπούσε πολύ τον μοναχογιό της. Φρόντιζε να μην του λείπει τίποτε και του έκανε όλα τα χατίρια. Ο Αυγερινός, όμως, ήταν ένα καλόκαρδο αγόρι και δεν του άρεσε που η μητέρα του μεταχειρίζονταν άσχημα την αδελφή του. Αυτός αγαπούσε πολύ την Πούλια, και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την προστατεύει και να την υπερασπίζεται. Πολλές φορές μάλωνε με τη μητέρα του για χάρη της.
Μια μέρα, η δύστροπη βασίλισσα αποφάσισε να σκοτώσει την Πούλια, για να την ξεφορτωθεί. Εκεί, όμως, που παραμιλούσε μόνη της και έκανε τα σχέδιά της, την άκουσε, για κακή της τύχη, ένα πουλάκι που έτρεξε γρήγορα να προλάβει τα νέα στα δύο παιδιά. Όταν η Πούλια έμαθε τα σχέδια της μητριάς της, άρχισε να κλαίει. Το πουλάκι, όμως, την καθησύχασε. Της είπε πως αν κάνει αυτό που θα την ορμηνεύσει, δεν θα έχει κανένα φόβο: «Την ώρα που σε λούζει και σου δένει τις κορδέλες στα μαλλιά σου, ο Αυγερινός θα έρθει και θα στις πάρει. Εσύ θα τον κυνηγήσεις τάχα για να τις πάρεις πίσω. Όταν η βασίλισσα τρέξει κι αυτή με τη σειρά της πίσω σας, φρόντισε να κρατάς στα χέρια σου μία χτένα, ένα κομμάτι σαπούνι και λίγο αλάτι. Θα τα ρίχνεις με τη σειρά πίσω σου καθώς θα τρέχεις».